Η σημασία της τοπικής διαβούλευσης και γνώσης στον ενεργειακό σχεδιασμό των Α.Π.Ε: Η περίπτωση των ορεινών χώρων της Ελλάδας
- Research
Αθανάσιος Σεντελές
Ο ορεινός χώρος της Ελλάδας αποτελεί, και ενδέχεται να αποτελέσει στο μέλλον, περιοχή όπου η ανάπτυξη τεχνολογιών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.), και ειδικότερα αυτών που συνδέονται με την αιολική ενέργεια, θα επικεντρώνει τον ενεργειακό της σχεδιασμό και θα προσβλέπει στη διασφάλιση των επιτεύξεών της (περιβαλλοντικές, οικονομικές κ.α.).
Τα ερωτήματα που διαμορφώνονται εύλογα από μία τέτοια διαπίστωση, αφορούν τους λόγους και τις προϋποθέσεις που οδηγούν τους επενδυτές στην επιλογή των περιοχών αυτών και τα κριτήρια με τα οποία χωροθετούνται οι εν λόγω επενδύσεις. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το αιολικό δυναμικό, δηλαδή το αντικείμενο προς αξιοποίηση στην περίπτωση των αιολικών πάρκων, απαντάται στις περιοχές αυτές σε υψηλά μεγέθη, με τις ταχύτητες του ανέμου να αυξάνουν καθώς αυξάνεται το υψόμετρο (Greenland, 2004). Το στοιχείο αυτό, μπορεί να συνδυαστεί με τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η παρουσία υδροηλεκτρικών εργοστασίων στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία με τη σειρά τους προσφέρουν την υποδομή για τη σύνδεση με το κεντρικό δίκτυο διανομής. Παράλληλα, επιτρέπουν την ανάπτυξη συνεργιών ικανών να υποστηρίξουν την στοχαστικότητα της αιολικής ενέργειας (Garcia-Gonzalez et al., 2008; Wang et al., 2013; Kern, Patino-Echeverri and Characklis, 2014). Επιπρόσθετα, οι περιοχές αυτές διακρίνονται από χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, δημογραφική κατακρήμνιση, διασπορά οικισμών, πολλοί από τους οποίους είναι μικρής έκτασης, απομόνωση και μεγάλη απόσταση από ενεργειακά κέντρα (Katsoulakos, 2022) – παράγοντες που ενδέχεται να αυξάνουν την ελκυστικότητα τους προς επένδυση. Ωστόσο, οι μεγάλες κλίσεις του εδάφους αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για ανάπτυξη αιολικών πάρκων και περιορίζουν τις διαθέσιμες περιοχές όπου αυτά μπορούν να αναπτυχθούν (Papada and Kaliampakos, 2015; Katsoulakos and Kaliampakos, 2016). Μολαταύτα, η συνύπαρξη τεχνικά κατάλληλων περιοχών, συχνά αλληλεπικαλύπτεται με περιβαλλοντικά προστατευόμενες περιοχές, ευαίσθητα οικοσυστήματα, τοπία και περιοχές, οι οποίες δεν έχουν οδική πρόσβαση (βλ. Π.Α.Δ 1 ) (Kati et. al, 2020) – συνυφασμένων με την βιοποικιλότητα του ορεινού χώρου (Κατή και Κασσάρα, 2021), διαμορφώνοντας έναν σύνθετο σχεδιαστικό κάναβο.
Κατά τους Katsoulakos and Kaliampakos (2018), η ενεργειακή ταυτότητα των ορεινών περιοχών διαμορφώνει τον ενεργειακό σχεδιασμό τους, ενώ η ενεργειακή φτώχεια 2 , ίδιον γνώρισμά τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή. Τα κύρια γεωγραφικά στοιχεία των ορεινών περιοχών (π.χ. υψόμετρο, γεωγραφική απομόνωση, απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα), συνδυαστικά με τα ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία (π.χ. χαμηλά εισοδήματα νοικοκυριών) (Katsoulakos, Papada and Kaliampakos, 2014; Papada and Kaliampakos, 2016), εντείνουν τα φαινόμενα της ενεργειακής φτώχειας στον ορεινό ελλαδικό χώρο. Εντούτοις, αναφέρεται ότι η
ανάπτυξη τεχνολογιών Α.Π.Ε. δύναται να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας (Bhide and Monroy, 2011; Sovacool and Drupady, 2012).
Ο ενεργειακός σχεδιασμός Α.Π.Ε. και οι χωρικές του παράμετροι, συνιστούν άσκηση, όπου περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι, καλούνται να συναποφασίσουν και, από κοινού, να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική λύση (Haralambopoulos and Polatidis, 2003; Loken, 2007). Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται απόλυτα αναγκαία η διασφάλιση συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αναλογιζόμενοι την εμφάνιση ενδεχόμενης οργανωμένης αντίδρασης από ομάδες και τοπικές κοινωνίες αντιστεκόμενες στην ανάπτυξή Α.Π.Ε., και δη,αιολικών πάρκων σε ορεινές περιοχές.
Η αντίδραση αυτή, η οποία συχνά καταγράφεται ως Not In My Backyard (NIMBY) 3 (Devine- Wright, 2005), παρατηρείται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις, όπου η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων έχει αποκλειστεί ή εμποδιστεί. Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση των διαδικασιών συμμετοχικού σχεδιασμού, μέσω διαβούλευσης, δύναται να συμβάλει στην μείωση ή εξάλειψή της και να οδηγήσει στην ανάπτυξη έργων, που χαίρουν γενικότερης αποδοχής από τις τοπικές κοινωνίες (Jami and Walsh, 2017).
Η διαβούλευση, ως μέσο πραγμάτωσης συμμετοχικής δικαιοσύνης (procedural justice), έχει σαν στόχο να διασφαλίσει την συμμετοχή των κατοίκων στο σχεδιασμό, αλλά και τους όρους, με βάση τους οποίους, θα πραγματοποιηθεί (Walker and Baxter, 2017).
Σύμφωνα με τους Walker και Baxter (2017), τέσσερα (4) είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία, που πρέπει να διέπουν το συμμετοχικό σχεδιασμό, σύμφωνα και με τη θεωρία της «σκάλας Arnstein» (Arnstein, 1969): «1. διανομή της πληροφορίας, 2. ευκαιρίες συμμετοχής, 3. δυνατότητα των πολιτών να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, 4. επαφή πολιτών και τοπικών οργάνων με τους υπεύθυνους του έργου». Πρόκειται, επομένως, για μια bottom-up διαδικασία, όπου η λήψη αποφάσεων επιτυγχάνεται σε τοπικό επίπεδο και η συμμετοχή των κοινωνιών και των οργάνων της, αποτελεί θεμέλιο λίθο της. Κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, λαμβάνοντας υπόψιν την ισόνομη κατανομή τους και το δίκαιον της διαδικασίας αυτής καθαυτής (Gross, 2007).
Στα παραπάνω, θα πρέπει να τονισθεί η σημασία της συνεισφοράς της τοπικής γνώσης, μέσω των σύγχρονων διαδικασιών συμμετοχικού σχεδιασμού (π.χ., PPGIS, geo-questionnaires) (βλ. Czepkiewicz, Jankowski and Młodkowski, 2017; Spyridonidou et al., 2021). Αυτός ο σχεδιασμός θα μπορεί να αποτυπώσει χωρικά τοπικές αξίες, σχετιζόμενες με το τοπίο, την κοινωνία και το περιβάλλον, ενσωματώνοντάς τες στην σχεδίαση των έργων και διασφαλίζοντας έτσι την συμπερίληψή τους στη χωροθέτηση.
Για το λόγο αυτό, παρόλη την επιτακτικότητα του ενεργειακού σχεδιασμού Α.Π.Ε. στις ορεινές περιοχές, επιβάλλεται η έγκαιρη θέσπιση διαδικασιών ενσωμάτωσης της τοπικής κοινωνίας (π.χ. ανησυχίες, επιδιώξεις, τοπική γνώση), ως αντίμετρο της απουσίας πρωτοβάθμιου χωροταξικού σχεδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, βασική προϋπόθεση των προαναφερθέντων διαδικασιών, αποτελεί η δεσμευτικότητα των αποτελεσμάτων τους και η έγκαιρη υλοποίησή τους.
Στο σημείο αυτό να σημειωθεί, πως οι θεσμοθετημένες διαδικασίες προβλέπουν την δημόσια διαβούλευση μόνον κατά την περιβαλλοντική αξιολόγηση των έργων, και όχι κατά τη φάση σχεδιασμού τους, ενώ οι αποφάσεις των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι δεσμευτικές. Ακόμη, απουσιάζει η αναγνώριση των ορεινών περιοχών ως διακριτών ανθρωπογεωγραφικών χώρων, που χρήζουν ειδικής διαχείρισης από τη χωροταξική νομοθεσία και την εθνική ενεργειακή πολιτική4.
Αποτελεί, συνεπώς, ευθύνη της συντεταγμένης πολιτείας να θεσπίσει μηχανισμούς και κυρίως να συνειδητοποιήσει ότι η δημόσια διαβούλευση στον ενεργειακό σχεδιασμό έργων με έντονο κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο, δεν συνιστά ένα ακόμη πρακτικό πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ζήτημα δημοκρατίας.
1 Περιοχές Άνευ Δρόμων.
2 Κατά την European Economic and Social Committee (EESC) (2011: C44/54): «Η ενεργειακή φτώχεια εμφανίζεται εκεί όπου ένα νοικοκυριό δυσκολεύεται ή είναι αδύνατο να εξασφαλίσει επαρκή θέρμανση στην κατοικία σε προσιτή τιμή [..] και να έχει πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες που σχετίζονται με την ενέργεια, όπως ο φωτισμός, η μετακίνηση η χρήση του Διαδικτύου ή άλλων συσκευών σε λογική τιμή.»
3 Σύμφωνα με τον Wolsink (2007) η έννοια του NIMBYism θεωρείται ότι προσφέρει μια παρωχημένη και απλοϊκή εξήγηση της αρνητικής στάσης των τοπικών κοινωνιών απέναντι στην αιολική ενέργεια.
4 Με εξαίρεση τη πρωτοβουλία για τα «Απάτητα Βουνά».
*Σεντελές Α. (2022). Η σημασία της τοπικής διαβούλευσης και γνώσης στον ενεργειακό σχεδιασμό των Α.Π.Ε: Η περίπτωση των ορεινών χώρων της Ελλάδας, ηλεκτρονικό περιοδικό «πρΟΤΑση», 7 (41), σελ. 570-577