Δασικές Πυρκαγιές, φυσικές καταστροφές και κλιματική αλλαγή· ένας πόλεμος επιβίωσης που απαιτεί σχεδιασμό επί (πραγματικού) χάρτου
- Research
Β. Γκοιμίσης
Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές σε Αττική, Ηλεία, Εύβοια, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας, και ακόμη ευρύτερα στο σύνολο της Ν και ΝΑ Μεσογείου και Ευρώπης, από την Ιταλία έως την Τουρκία και από την Αλγερία (μάλιστα ήδη με 65 θύματα) έως και την Ουκρανία, καταδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο την παγίωση μιας νέας πραγματικότητας. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφενός η οξύτητα των φυσικών καταστροφών που σχετίζονται με ακραία φυσικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής -στην προκειμένη περίπτωση σε μεγάλο βαθμό συνδεόμενα με τον πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια καύσωνα του Ιουλίου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις με έντονες βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις, θυελλώδεις ανέμους κ.ά. – και αφετέρου την κρισιμότητα της επιτελικής πρόληψης, καταστολής και τελικά, δυστυχώς, της αντιμετώπισης των συνεπειών αυτών, ώστε να αποφευχθούν ή έστω να μετριαστούν οι τεράστιες επιπτώσεις τους.
Oι Bill Mc Kibben και Lester Brown, θεωρητικοί της Κλιματικής Αλλαγής, την αντιμετωπίζουν ως έναν εν τοις πράγμασι Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, ο πρώτος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι αυτή η παγκόσμιας κλίμακας επίθεση “…είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Και δυστυχώς χάνουμε.” Περαιτέρω, και οι δύο συμφωνούν ότι για να μετριαστούν οι τεράστιες επιπτώσεις αυτής της παγκόσμιας κλίμακας απειλής, στο περιβάλλον, στην οικονομία και τελικά στην κοινωνία, απαιτείται μια αντίστοιχης παγκόσμιας κλίμακας συστηματοποιημένη “πολεμική προσπάθεια” αντίστοιχη με αυτήν που διεξήγαγαν οι Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, με έμφαση στην καθετοποιημένη και ορθολογική βιομηχανική παραγωγή αλλά και στη βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων πόρων.
Και αυτή η προσπάθεια, δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε έναν συστηματικό σχεδιασμό, που με τη σειρά του μοιραία δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε μια λεπτομερή χαρτογράφηση του “πεδίου της μάχης”. Σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπλάνα, όμως, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε την φύση ως έναν εν δυνάμει “αντίπαλο”· τα δάση -και εν γένει τη βλάστηση- ως έτοιμα να μας κάψουν, τις -συνήθως πιά χέρσες- πλαγιές μας ως έτοιμες να μας καταπλακώσουν και τα ρέματα μας -ή ό,τι έχει απομείνει από αυτά με ακάλυπτη, ελεύθερη και επαρκή ροή- ως έτοιμα να μας πνίξουν. Μια καθόλου ευχάριστη οπτική, αλλά δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστική, καθόσον οι περίοδοι επαναφοράς -δηλαδή το πόσο συχνά συμβαίνουν- για ακραία καταστροφικά φυσικά φαινόμενα 50, 100 ή ακόμα και 1.000 ετών, πλέον μπορεί να είναι 10, 5 ή ακόμη και λιγότερα χρόνια.
Χαρακτηριστικά, η μεγάλη πλημμύρα της Μάνδρας-Νέας Περάμου του Νοεμβρίου 2017 που κόστισε τη ζωή σε 24 άτομα και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές, προκλήθηκε από μια τρομερά έντονη και ιδιαίτερα εντοπισμένη βροχόπτωση στο όρος Πατέρα, ως αποτέλεσμα της καταιγίδας “Ευρυδίκη”. Η εν λόγω βροχόπτωση κατά διαστήματα ξεπέρασε και τα 300 χιλιοστά την ώρα ενώ σε έξι ώρες έπεσαν συνολικά 196 χιλιοστά βροχής. Συνεπώς, καθόσον, το μέσο ύψος βροχής για όλον το Νοέμβριο στη γειτονική Ελευσίνα είναι 59 χιλιοστά, το εν λόγω φαινόμενο αποτέλεσε σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες μια χαρακτηριστική “αιφνίδια αστική πλημμύρα” (“urban flush flood”), με περίοδο επαναφοράς τα 1.000 έτη! Όμως, η συγκεκριμένη καταστροφή θα μπορούσε να προβλεφθεί, διαβάζοντας το εν λόγω “πεδίο μάχης”, χάρις στη χρήση δορυφορικών και εν γένει γεωχωρικών δεδομένων. Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτη εξειδικευμένης υπηρεσίας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που αξιοποίησε τα παραπάνω δεδομένα “Κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην τεράστια καταστροφή είναι οι αυθαίρετες ανθρώπινες παρεμβάσεις εντός της κοίτης των ρεμάτων, η ανεπάρκεια των υφιστάμενων τεχνικών έργων (είτε λόγω κατασκευής είτε λόγω μη καθαρισμού / συντήρησης) ή και πλήρης ανυπαρξία μέτρων αντιπλημμυρικής προστασίας και αποχέτευσης οδοποιίας σε κάποιες περιοχές, και εν μέρει οι αλλαγές τοπίου αφενός λόγω κάποιων μικρών καμένων εκτάσεων ανάντη, και κυρίως λόγω των αστικών επεκτάσεων όπου η δόμηση παρεμποδίζει τη ροή των ρεμάτων.”
Αντίστοιχα, η μεγάλη καταστροφή σε Νέο Βουτζά και Μάτι της 23.7.2018 με την κυριολεκτική εκατόμβη των 102 νεκρών, που κατ’ αρχάς ομοίως συνδέεται με ιδιαίτερα έντονα κλιματικά φαινόμενα, συνδυασμού υψηλών θερμοκρασιών (35-38,9° C) πολύ χαμηλής σχετικής υγρασίας (<20%) και ακραίων και μάλιστα ιδιαίτερα ασυνήθιστων για την περιοχή δυτικών καταβατικών ανέμων προς την ακτή με ριπές έως και 95 χλμ την ώρα (10 μποφόρ!) μπορούσε να είχε προβλεφθεί διαβάζοντας τα στοιχεία του πεδίου. Ειδικότερα, από τη συγκριτική ανάλυση του θεσμικού πλαισίου και του πολεοδομικού ιστού της περιοχής, με την εξέλιξη του φαινομένου, αναδείχθηκαν σημαντικές χωρικές παράμετροι που επηρέασαν δυσμενώς την εξέλιξή του. Συγκεκριμένα, στον οικισμό Μάτι, καίριο ρόλο έπαιξαν, η μικτή ζώνη δασών-οικισμών, το έντονο φυσικό ανάγλυφο και η ύπαρξη πλείστων χαραδρών-ρεμάτων, η απουσία αντιπυρικών ζωνών, ο πυκνοδομημένος οικιστικός ιστός που αναπτύχθηκε με ανορθολογικό και άναρχο τρόπο, ειδικά ως προς μακρόστενα οικοδομικά τετράγωνα και την έλλειψη οδών επαρκούς πλάτους καθώς και την απουσία προσβάσεων προς την ακτή, κτίρια με περιορισμένη ανθεκτικότητα σε φωτιά και δομική επάρκεια και μάλιστα συχνά αυθαίρετα. Περαιτέρω, εντύπωση προκαλεί, η εν γένει απουσία οποιουδήποτε πρότερου σχεδιασμού και οργάνωσης, για την αντιμετώπιση και διαχείριση σοβαρού συμβάντος πυρκαγιάς, στην οποία ήταν από μακρό χρονικό διάστημά γνωστό (σε δημόσια διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κατοίκους, επιστημονική κοινότητα κ.λπ.), ότι είναι ευπρόσβλητος.
Όσον αφορά στις πρόσφατες καταστροφές στη Β. Αττική, είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν αντίστοιχα συμπεράσματα, πλην όμως είναι απολύτως σαφές ότι οι πληγέντες οικισμοί Βαρυμπόμπης και Θρακομακεδόνων Δ. Αχαρνών και Ιπποκρατείου Πολιτείας τ. Κ. Αφιδνών Δ. Ωρωπού, είναι υψηλής τρωτότητας, καθόσον αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις μικτής ζώνης δάσους-οικισμών, σε επαφή με πυκνά δάση εντός του ορεινού όγκου της Πάρνηθας. Μάλιστα, ειδικά στην περίπτωση της Ιπποκρατείου Πολιτείας, που αποτελεί εγκεκριμένο σχέδιο που ρυμοτομήθηκε ήδη από το 1977 εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας, η ιδιαίτερα έντονη τρωτότητα της είχε επισημανθεί πλειστάκις, και ειδικά μετά την καταστροφή στο Μάτι, όταν και στις 30.8.2018 έλαβε χώρα εκδήλωση από την οποία προέκυψε ο εύγλωττος υπότιτλος “Ιπποκράτειος Πολιτεία SOS – Το Μάτι της Πάρνηθας”. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται η πολύ πυκνή δασική βλάστηση που καλύπτει σχεδόν ολοκληρωτικά τις κατοικίες, η έλλειψη αντιπυρικών ζωνών και η “δυσκολία πρόσβασης για τα πυροσβεστικά οχήματα σε συνδυασμό με πολλούς αδιέξοδους δρόμους, που συνθέτουν ένα σκηνικό με καταστροφικές συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή”.
Συνεπώς, από όλα τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει η πρόδηλη και άμεση αναγκαιότητα δημιουργίας ενός συνεκτικού υπόβαθρου πληροφοριών, ως ενός επιτελικού “πεδίου μάχης” στο οποίο θα αποτυπώνονται συνδυαστικά, δυναμικά και με σαφήνεια, όλα τα αναγκαία για την πρόληψη, διαχείριση αλλά και αποκατάσταση χωρικά δεδομένα, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιούνται ευχερώς από τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης και των Ο.Τ.Α. αλλά και κάθε ενδιαφερόμενο. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει (ήδη από το 2019) την υποχρέωση να δημιουργήσει λειτουργική Εθνική Υποδομή Γεωχωρικών Πληροφοριών, βάσει της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου INSPIRE, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 3882/2010. Η συγκεκριμένη ολιστική υποδομή κρίνεται ως επειγόντως απαραίτητη για την αξιολόγηση της τρωτότητας των οικισμών και την διαμόρφωση στοχευμένων κατευθύνσεων παρέμβασης, ώστε να αντιμετωπιστούν άμεσοι και οξείς κίνδυνοι φυσικών καταστροφών, σε σχέση π.χ. με πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις κ.λπ.
Γενικά, η διάθεση μεγάλου όγκου πληροφορίας από πολλές διαφορετικές πηγές (επίγειες καταγραφές, δορυφορικές εικόνες, drone κ.λπ.) και η παροχή αυτών ή/και επεξεργασμένων δεδομένων από ελληνικές και ευρωπαϊκές διαδικτυακές πύλες τα τελευταία χρόνια, αποτελεί το θεμέλιο για την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού. Το σύστημα πρέπει να είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να φιλοξενεί τα υπάρχοντα διαθέσιμα δεδομένα, να απεικονίζει άλλα που παρέχονται μέσω των διαδικτυακών υπηρεσιών καθώς και να μπορεί να ενσωματώνει νέα όταν αυτά γίνονται διαθέσιμα. Περαιτέρω, θα πρέπει να περιέχει ένα σύνολο δεδομένων σχετικών με την εκτίμηση διαφόρων κινδύνων, αλλά και το σύνολο των χωροταξικών και πολεοδομικών στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία και παραγωγή πολλαπλών χαρτογραφικών απεικονίσεων ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδιασμού, καθώς και η εφαρμογή αυτοματοποιημένων αλγορίθμων ανάλυσης. Ένα συναφές παράδειγμα ολοκληρωμένου συστήματος που έχει αναπτυχθεί στην Αυστραλία είναι το AURIN WORKBENCH (βλ. https://aurin.org.au/resources/workbench/). Ειδικότερα, το AURIN παρέχει με σημαντική επιτυχία, μια σειρά δεδομένων και εργαλείων ανάλυσης και υποστήριξης αποφάσεων, που αποσκοπεί στην βιώσιμη αστική ανάπτυξη, σε υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ερευνητές και την ελεύθερη αγορά.
Ειδικότερα, προτείνεται η πιλοτική δημιουργία ψηφιακής βάσης γεωχωρικών δεδομένων (γεωβάσης σε περιβάλλον GIS) για υψηλής τρωτότητας ή/και ήδη πληγείσα περιοχή που θα επιλεγεί κατάλληλα, στην οποία θα καταχωριστούν δεδομένα γεωμορφολογίας (ανάγλυφο εδάφους με βαθμονόμηση κλίσεων, σύσταση εδάφους κ.λπ.), στοιχεία δασικής και λοιπής βλάστησης (ποσοτικά και ποιοτικά), υδρογραφικό δίκτυο (ρέματα, μισγάγγειες, λεκάνες απορροής κ.λπ.), όρια οικισμών (θεσμοθετημένα και άτυπα), οδικό δίκτυο (με κατηγοριοποίηση ανά πλάτος, λωρίδες κ.λπ.) και λοιπές μεταφορικές υποδομές (σιδηροδρομικό δίκτυο, λεωφορειακές γραμμές κ.λπ.), βασικά δίκτυα και λοιπές σημαντικές υποδομές (δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, δημόσια-δημοτικά κτίρια κ.λπ.), θεσμικό πλαίσιο πολεοδομικό (υπερκείμενος και τοπικός σχεδιασμός π.χ. Γ.Π.Σ., Εγκεκριμένα Σχέδια κ.ά.) και περιβαλλοντικό (περιοχές δικτύου Natura 2000, Εθνικοί Δρυμοί, Κ.Α.Ζ. και περιοχές σημαντικές για τα πουλιά κ.ά.) αλλά και διαχρονικά κλιματολογικά δεδομένα (μέση θερμοκρασία, μέσο ύψος βροχόπτωσης, κρατούντες άνεμοι κ.λπ.) ιστορικά στοιχεία πυρκαγιών, πλημμυρών κ.λπ., όπως ακόμη και δημογραφικά στοιχεία (πυκνότητα, σύσταση πληθυσμού κ.λπ.). Τα συγκεκριμένα δεδομένα αυτή την στιγμή είναι διάσπαρτα ή και μη διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, ενώ απουσιάζει παντελώς μια εφαρμογή ενιαίας πολυεπίπεδης ανάγνωσης τους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ολιστική και συνδυαστική πολυκριτηριακή μελέτη μιας περιοχής, ώστε αυτή να μπορεί να αναγνωστεί στην ολότητα της ως ενιαίο πεδίο διαδραματίζοντας τον επιθυμητό της ρόλο ως επιχειρησιακού χάρτη.
Αντιθέτως, η παρούσα χρονική συγκυρία επιβάλλει ακριβώς την ολιστική μελέτη και σχεδιασμό, που θα εδράζεται σε αξιόπιστο υπόβαθρο. Οι πυρόπληκτες περιοχές σε όλη την Ελλάδα, αλλά ειδικά στην περιοχή πέριξ της Πάρνηθας, που διακρίνεται από ιδιαίτερη πυκνότητα περιβαλλοντικού και πολεοδομικού θεσμικού πλαισίου καθώς και την ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων χρήσεων γης, υποδομών και δραστηριοτήτων, και εν γένει μια εξαιρετικά πολύπλοκη μίξη φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, απαιτούν μετ’ επιτάσεως ολιστική μελέτη και σχεδιασμό. Επιβάλλεται σε αυτές, κατ’ αρχάς, διεξοδική μελέτη των δομικών προβλημάτων που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις πρόκλησης ή μεγέθυναν τις επιπτώσεις της καταστροφής π.χ. απόντας η ελλιπής χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, αυθαίρετη και άναρχη δόμηση, απουσία σχεδίων διαφυγής κ.λπ. Άλλωστε η εν λόγω καταστροφή, μοιραία αποτελεί και μια τεράστια πηγή πρακτικής τεχνογνωσίας την οποία οφείλουμε να αξιοποιήσουμε -ειδικά ενόψει του τεράστιου “κόστους κτήσης” της- για να αποφύγουμε παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον. Στην συνέχεια, όμως, βάσει αυτής της ανάλυσης θα πρέπει να υλοποιηθεί ολοκληρωμένος σχεδιασμός με βραχυπρόθεσμη οπτική για επείγοντα ζητήματα π.χ. αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, έλεγχος των περιβαλλοντικών συνθηκών, εντοπισμένες πολεοδομικές παρεμβάσεις κ.λπ. αλλά και μέσο-μακροπρόθεσμη οπτική για την επόμενη ημέρα π.χ. διαχωρισμός ζωνών δάσους-κτιρίων, καθορισμός προδιαγραφών για ασφαλή δόμηση, αειφορία και προστασία των εναπομείναντων περιαστικών δασών κ.λπ. Συνεπώς, απαιτείται, η χάραξη και εφαρμογή μιας στρατηγικής προσαρμογής, για την οποία απαιτείται η διαμόρφωση συστηματικού γεωχωρικού πληροφοριακού συστήματος ανάλυσης ως βάση αναφοράς για τα παραπάνω.
Η ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει πλείστα παραδείγματα επιτυχημένης προσαρμογής και ανάκαμψης επιμέρους τμημάτων ή και του συνόλου της κοινωνίας, μετά από καταστροφές, συνδεόμενες με στρατιωτικές ήττες, οικονομικές χρεωκοπίες, και φυσικές καταστροφές, βάσει ακριβώς σταδιακής αξιοποίησης πρότερης εμπειρίας, όπως π.χ. η περίπτωση της δημιουργίας εξαιρετικά επιτυχημένου παγκοσμίως πλαισίου αντισεισμικής προστασίας διαδοχικά ήδη από την δεκαετία του 1950, χάρις στην συνειδητοποίηση του κινδύνου και την αξιοποίηση της γνώσης από τους σεισμούς: του Ιονίου το 1953, της Σαντορίνης το 1956, της Θεσσαλονίκης το 1978, της Καλαμάτας το 1986 και της Αθήνας το 1981 και το 1999. Μάλιστα, η κοινωνία αποδέχτηκε στην πράξη αυτό το πλαίσιο, εφαρμόζοντας το με πειθαρχία, παρά την σημαντική οικονομική επιβάρυνση που επιφέρει. Μια αντίστοιχη προσαρμογή απαιτείται και σήμερα, με την μόνη διαφορά ότι αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε χρονικό διάστημα ετών και όχι δεκαετιών, καθόσον η κλιματική αλλαγή φαίνεται να κινείται ήδη με γεωμετρική πρόοδο, εντείνοντας την συχνότητα και την οξύτητα των ακραίων φαινομένων με τα οποία συνδέεται. Ίσως η αξιοποίηση της τεχνολογίας και των πλείστων πηγών δεδομένων που διαθέτουμε σήμερα, στα πλαίσια της παραπάνω προτεινόμενης πιλοτικής εφαρμογής, είναι η μόνη απτή δυνατότητα διασφάλισης της σημαντικής επίσπευσης και τελικά της επιτυχούς ολοκλήρωσης της εν λόγω διαδικασίας.
Εν κατακλείδι, είναι επιβεβλημένο να σχεδιάσουμε την επόμενη ημέρα με υπομονή, επιμονή, θάρρος και επινοητικότητα, που θα συνδυάζονται με συστηματικότητα και ολιστική προσέγγιση, εμπνεόμενοι από την φύση που γνωρίζει πως να αναγεννάται από τις στάχτες της. Περαιτέρω, όμως το εν λόγω σχέδιο θα πρέπει να διεξαχθεί ως μια σύντονη “πολεμική προσπάθεια” για την επιβίωση μας, που δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε έναν επιχειρησιακό χάρτη πεδίου, που θα πρέπει να αναπτυχθεί πιλοτικά με όλες τις απαραίτητες για την υλοποίηση του πληροφορίες και διαδικασίες, ώστε να μην υποβαθμιστεί σε “άσκηση επί (απουσίας ή πλασματικού) χάρτου”.
*Δημοσίευση του παραπάνω κειμένου στην Capital.gr στις 17 Αυγούστου 2021