Text Category: Research

Ανάμεσα στην (μητρό)πολη και τον φυσικό χώρο: η σημασία της διαφύλαξης και ορθής διαχείρισης της γεωργικής γης 1

provide an attachment id!

Χριστιάνα Τζάμου

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Συνδέεται ο πολεοδομικός σχεδιασμός με την παραγωγή τροφής και την αυτάρκεια αγαθών σε τοπικό επίπεδο; «Χωράει» η γεωργική δραστηριότητα στη μητρόπολη του μέλλοντος; Αυτά είναι μερικά μόνον από τα ερωτήματα μέσα από τα οποία γεννήθηκε το θέμα του παρόντος άρθρου. Στη βάση αυτών, ο μεταβατικός χώρος 2 μεταξύ αστικού ιστού και φυσικού χώρου αποκτά βαρύνουσα σημασία. Ο χώρος αυτός, στο πλαίσιο της μεγέθυνσης της οικονομίας και των πόλεων, δέχεται πιέσεις και η εν τοις πράγμασι μεταβολή χρήσης και κάλυψής του οδηγούν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στην ένταση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και την αδυναμία ουσιαστικής προστασίας πρωτογενών δραστηριοτήτων. Η ορθή διαχείριση και διαφύλαξή του σημασιοδοτείται, επομένως, ως κρίσιμο διακύβευμα για τη βιωσιμότητα των μητροπόλεων, όπως η Αθήνα.

Εικόνα 1: Ο μεταβατικός χώρος του λεκανοπεδίου. Ορθοφωτογραφία από ενδεικτικό σημείο της Β. Αττικής (Δ. Αχαρνών)

2. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Αρχικά, η επέκταση των πόλεων εις βάρος γεωργικής γης και ο μετασχηματισμός του μεταβατικού αυτού χώρου είναι φαινόμενα που παρατηρούνται από τη μικρή έως τη μεγάλη κλίμακα του χώρου. Ειδικότερα:

I. Στο επίπεδο του ευρωπαϊκού χώρου, παρατηρείται απώλεια γεωργικής γης «κυρίως λόγω αστικής επέκτασης και απόσυρσης από γεωργικές δραστηριότητες» (Ε.Ο.Π., 2019). Η δέσμευση γης για επέκταση των τεχνητών επιφανειών αφορά κυρίως στη γόνιμη γη που περιβάλλει τον αστικό χώρο. Επιπρόσθετα, σε 39 χώρες της Ευρώπης παρατηρείται αύξηση του κατακερματισμού του τοπίου, επηρεάζοντας ιδίως τις αγροτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές. Για να αντιμετωπιστούν οι ως άνω απειλές, τίθεται ως στόχος η «μηδενική καθαρή δέσμευση γης», μέσω της καλύτερης χρήσης του υφιστάμενου αστικού χώρου, της ανακύκλωσης γης και της πύκνωσης.
II. Σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με παρατηρήσεις 3 του WWF Ελλάς (2012:12), πέριξ των αστικών περιοχών σημειώνονται τάσεις απώλειας τόσο των φυσικών εκτάσεων όσο και της γεωργικής γης, με αντικατάστασή τους από τεχνητές επιφάνειες. Ένα γενικότερο φαινόμενο που παρατηρείται αφορά στην εντατικοποίηση της χρήσης του χώρου και στη σταδιακή ομογενοποίηση της φυσιογνωμίας του.
III. Στο επίπεδο της Περιφέρειας Αττικής η δημιουργία ενός «αστικού συνεχούς», η διαρκής πύκνωση του αστικού ιστού και η επέκταση του δομημένου χώρου εις βάρος του εξωαστικού χώρου (μέσω αυθαίρετης δόμησης, προαστιοποίησης, χωροθέτησης ειδικών χρήσεων κ.ά.) είναι φαινόμενα που έχουν αναλυθεί επανειλημμένα 4 , ενώ αποτελούν τη βάση τεκμηρίωσης της «συμπαγούς πόλης» (βλ. άρθ. 7, ν. 4277/2014). Αξίζει να αναφερθεί η έρευνα των Γ. Βλάχου και Ε. Τσακάλου, από την οποία προκύπτει ότι το 83% των εκτάσεων που «σφραγίστηκαν» στην Αττική κατά τη δεκαετία 1990-2000 λόγω αστικής ανάπτυξης αλλά και εγκατάλειψης της δραστηριότητας ήταν γεωργική γη.

3. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Παρότι με οικονομικούς όρους, η προστασία του «υβριδικού» χώρου πέριξ των μεγάλων αστικών
κέντρων, μοιάζει παράτολμο εγχείρημα, εντούτοις η προστασία και επανενεργοποίηση μέσω
γεωργικής δραστηριότητας της μεταβατικής αυτής εδαφικής ζώνης μεταξύ πόλεων και φυσικού
χώρου δύναται να έχει ευρύτερα οφέλη σε επίπεδο:

I. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ: Συμβάλλοντας στην περιβαλλοντική αναβάθμιση του μητροπολιτικού χώρου
II. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ: Συμβάλλοντας μερικώς στην απομείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος από τις μεταφορές τροφίμων (τροφομίλια 5 ),
III. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ: Θωρακίζοντας εν μέρει τον αστικό χώρο από δυνητικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής (πλημμύρες κ.ά.),
IV. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Τονώνοντας την τοπική αλληλέγγυα οικονομία και απασχόληση – παραγωγή, διάθεση, επεξεργασία τοπικών προϊόντων,
V. ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΡΩΝ: Αποτελώντας παρακαταθήκη γης για παραγωγή τροφής σε περίπτωση έκτακτων συνθηκών, όπως η πρόσφατη πανδημία η οποία όξυνε τις επισφαλείς
συνθήκες διαβίωσης σε αστικά περιβάλλοντα. Το ζήτημα αυτό συνδέεται άμεσα με το γενικότερο θέμα του «σχεδιασμού σίτισης των πόλεων» (food planning) 6.
Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η αποκόμιση οφέλους από τη χρήση του εδάφους και τη γεωργία εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γη. Όταν η καλλιέργεια των εδαφών γίνεται με τρόπο εντατικό και εφαρμόζονται μη βιώσιμες γεωργικές πρακτικές 7 , υπάρχουν «σημαντικές επιπτώσεις στη ρύπανση του εδάφους, των υδάτων, της ατμόσφαιρας και των τροφίμων και στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων» (Ε.Ο.Π., 2019:7, Ε.Ο.Π., 2020). Από τις εκθέσεις του IFOAM 8 συνάγεται ότι οι ορθές καλλιεργητικές πρακτικές που προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου μπορούν να συντελέσουν στη συντήρηση και αναζωογόνηση των εδαφών, συμβάλλοντας παράλληλα ενεργά στην ανθεκτικότητα των πόλεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η στροφή στη βιολογική παραγωγή –μία από τις παραμέτρους των ορθών γεωργικών πρακτικών-, αποτελεί έναν από τους στόχους της ευρωπαϊκής στρατηγικής 9.

4. ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΟΡΟΥ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Στο τοπικό επίπεδο, παρατηρώντας τον «υβριδικό χώρο» ανάμεσα στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας και το χωρικό αστικό συνεχές του λεκανοπεδίου (βλ. Εικόνα 1) εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η γεωργική γη «θωρακίζεται» έναντι λοιπών ανταγωνιστικών χρήσεων και, κατ’ επέκταση, αν διαφυλάσσεται ο εν ανεπαρκεία πόρος της αδόμητης, υδατοπερατής και εν γένει «ζωντανής» γης.
Αρχικά, διερευνώντας το θεσμικό πλαίσιο για τη Γεωργική Γη υπάρχουν τρεις κατηγορίες: η Υψηλής (Γ.Γ.Υ.Π.), Μέσης Παραγωγικότητας και η Απλή 10 . Η Γ.Γ.Υ.Π. είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό 11 και προστατεύεται καθώς απαγορεύεται εκεί η άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας 12 . Εντούτοις, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις άλλες δύο κατηγορίες, η δόμηση επί των οποίων δεν απαγορεύεται κατ’ αρχήν, πολλώ δε μάλλον λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις «απαραβίαστες» διαχρονικά δυνατότητες για εκτός σχεδίου δόμηση αλλά και τα περιθώρια που αφήνει το άρθρο 14 του π.δ. 59/2018 (Α’ 114), όπως ισχύει 13 .
Αναφορικά με το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής, ο έλεγχος της αδόμητης γης με ταυτόχρονη διαφύλαξη της γεωργικής γης και του αγροτικού τοπίου αποτελεί βασική επιδίωξη στο πλαίσιο ανάδειξης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Περιφέρειας (άρθ.4). Επιπρόσθετα, για τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, «επιδιώκεται η διαφύλαξη των πόρων της Αττικής ως πολύτιμων και πεπερασμένων […]» μέσω «προστασία[ς] και οικολογική[ς] διαχείριση[ς] των φυσικών οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και της γεωργικής γης και ειδικότερα της Γεωργικής Γης Υψηλής Παραγωγικότητας με ισόρροπη ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων» (άρθ.5). Ειδικά για την περίπτωση της Βόρειας Αττικής προτεραιοποιείται μεταξύ άλλων η ενθάρρυνση πειραματικών οικολογικών καλλιεργειών και εν γένει η προώθηση γεωργίας-κτηνοτροφίας στο πλαίσιο της κάλυψης διατροφικών αναγκών της Περιφέρειας (άρθ.9). Παρά τη σαφή πρόθεση για προστασία της γεωργικής γης, η μη θεσμοθέτηση του Σχεδίου Προγράμματος Δράσης αλλά και του Παρατηρητηρίου είναι ανασταλτικός παράγοντας στην εφαρμογή δράσεων που υποστηρίζουν το στρατηγικό σχεδιασμό. Η «σκυτάλη» δίνεται στον υποκείμενο σχεδιασμό, ο οποίος όμως απαιτεί πολύ ακόμα χρόνο.

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συμπερασματικά, το φαινόμενο της επέκτασης των τεχνητών επιφανειών εις βάρος ενεργούς ή λανθάνουσας γεωργικής γης, επαληθεύεται σε όλα τα χωρικά επίπεδα. Η σφράγιση της γης αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα ιδίως ενόψει κλιματικών μεταβολών, επομένως η προώθηση μιας χωρικής πολιτικής που μεριμνά για τη διαφύλαξη του πόρου αυτού και την ανακύκλωση της ήδη δομημένης γης είναι κρίσιμη, ιδίως στην περίπτωση των μητροπόλεων που οικονομικοί λόγοι ευνοούν τη συνεχή οικιστική ανάπτυξη. Ειδικά στην παρούσα φάση που έχει δρομολογηθεί η εκπόνηση των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, ο ρόλος του σχεδιασμού και ενδεχομένως γενναίες
αποφάσεις περί περιορισμού ή και απαγόρευση της δόμησης σε επιλεγμένες περιοχές, είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη βιωσιμότητα των μητροπόλεων και δη των Δήμων της Περιφέρειας Αττικής.

1 Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης εισήγησης της γράφουσας στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο την περίοδο 29.09-2.10.2022.
2 Χώρος ο οποίος εν μέρει αφορά και σε καλλιεργήσιμη ή εν δυνάμει καλλιεργήσιμη γη.
3 Οι εν λόγω παρατηρήσεις αφορούν στις μεταβολές που συντελέστηκαν την 25ετία 1987-2012.
4 Τα εν λόγω συμπεράσματα για το λεκανοπέδιο παρουσιάζονται συμπυκνωμένα στην Ενότητα 2.8.6.1.1 του Πε.Σ.Π.Κ.Α. Αττικής (2020). Περαιτέρω, στο Ερευνητικό του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. «Παρεμβάσεις στα ρέματα» (Αθήνα, 2000) παρουσιάζεται παραστατικά η επέκταση του αστικού χώρου στο λεκανοπέδιο από το 1893 έως τα τέλη του 20ού αιώνα.
5 «Η έκφραση «τροφομίλια» (food miles) πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα μέσα του 1990 από τον Βρετανό Καθηγητή Tim Lang, ο οποίος αναφέρθηκε στην απόσταση που διανύουν τα τρόφιμα μέχρι να φτάσουν στο πιάτο μας. Αυτή η απόσταση αφορά σε όλα τα στάδια, από το χωράφι, στην αποθήκη, από εκεί στους χονδρεμπόρους και μετά στους καταναλωτές.» (Παρταλίδου, 2014) Τα αυξημένα τροφομίλια έχουν τεράστιο οικολογικό κόστος –όσο αυξάνονται αυξάνεται ανάλογα και το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύεται από τις μεταφορές-, και όχι μόνο. Βλ. αναλυτικά και Σκορδίλη (2015)
6 Βλ. Θωίδου και Φουτάκης (2015)
7 Εντατική γεωργία που βασίζεται σε συνθετικά λιπάσματα και φυτοπροστατευτικά μέτρα και μη αξιοποίηση μεθόδων όπως αμειψισπορά, αγρανάπαυση και πολυκαλλιέργεια.
8 Παγκόσμιος Οργανισμός για τη Βιολογική Γεωργία.
9 Βλ. υπ’ αριθμ. COM(2021) 141 final/2 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
10 Υπ’ αριθ. 168040/2010/3.09.2010 κ.υ.α. (Β΄ 1528/7.09.2010): Καθορισμός κριτηρίων με τα οποία διαβαθμίζεται η αγροτική γη σε ποιότητες και κατατάσσεται σε κατηγορίες παραγωγικότητας
11 Απόφ. Σ.τ.Ε. (Τμημ. Ε’) 3181-3184/2004. Διαθέσιμη στο: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/ypiresies/nomologies
12 Σύμφωνα με την παρ. 6α του άρθ. 56 του ν. 2637/1998 (Α’ 200/27.10.1998), όπως ισχύει μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του ν. 4964/2022
13 Στις περιοχές με αγροτική χρήση επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, η κατοικία «για εξυπηρέτηση της αγροτικής
χρήσης», με ερωτήματα σχετικά κατά πόσο μπορεί η χρήση αυτή να ελεγχθεί.

*Τζάμου Χ. (2022). Ανάμεσα στην (μητρό)πολη και τον φυσικό χώρο: η σημασία της διαφύλαξης και ορθής διαχείρισης της γεωργικής γης, ηλεκτρονικό περιοδικό «πρΟΤΑση», 7 (41), σελ. 586-593

Η σημασία της τοπικής διαβούλευσης και γνώσης στον ενεργειακό σχεδιασμό των Α.Π.Ε: Η περίπτωση των ορεινών χώρων της Ελλάδας

provide an attachment id!

Αθανάσιος Σεντελές

Ο ορεινός χώρος της Ελλάδας αποτελεί, και ενδέχεται να αποτελέσει στο μέλλον, περιοχή όπου η ανάπτυξη τεχνολογιών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.), και ειδικότερα αυτών που συνδέονται με την αιολική ενέργεια, θα επικεντρώνει τον ενεργειακό της σχεδιασμό και θα προσβλέπει στη διασφάλιση των επιτεύξεών της (περιβαλλοντικές, οικονομικές κ.α.).

Τα ερωτήματα που διαμορφώνονται εύλογα από μία τέτοια διαπίστωση, αφορούν τους λόγους και τις προϋποθέσεις που οδηγούν τους επενδυτές στην επιλογή των περιοχών αυτών και τα κριτήρια με τα οποία χωροθετούνται οι εν λόγω επενδύσεις. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το αιολικό δυναμικό, δηλαδή το αντικείμενο προς αξιοποίηση στην περίπτωση των αιολικών πάρκων, απαντάται στις περιοχές αυτές σε υψηλά μεγέθη, με τις ταχύτητες του ανέμου να αυξάνουν καθώς αυξάνεται το υψόμετρο (Greenland, 2004). Το στοιχείο αυτό, μπορεί να συνδυαστεί με τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η παρουσία υδροηλεκτρικών εργοστασίων στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία με τη σειρά τους προσφέρουν την υποδομή για τη σύνδεση με το κεντρικό δίκτυο διανομής. Παράλληλα, επιτρέπουν την ανάπτυξη συνεργιών ικανών να υποστηρίξουν την στοχαστικότητα της αιολικής ενέργειας (Garcia-Gonzalez et al., 2008; Wang et al., 2013; Kern, Patino-Echeverri and Characklis, 2014). Επιπρόσθετα, οι περιοχές αυτές διακρίνονται από χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, δημογραφική κατακρήμνιση, διασπορά οικισμών, πολλοί από τους οποίους είναι μικρής έκτασης, απομόνωση και μεγάλη απόσταση από ενεργειακά κέντρα (Katsoulakos, 2022) – παράγοντες που ενδέχεται να αυξάνουν την ελκυστικότητα τους προς επένδυση. Ωστόσο, οι μεγάλες κλίσεις του εδάφους αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για ανάπτυξη αιολικών πάρκων και περιορίζουν τις διαθέσιμες περιοχές όπου αυτά μπορούν να αναπτυχθούν (Papada and Kaliampakos, 2015; Katsoulakos and Kaliampakos, 2016). Μολαταύτα, η συνύπαρξη τεχνικά κατάλληλων περιοχών, συχνά αλληλεπικαλύπτεται με περιβαλλοντικά προστατευόμενες περιοχές, ευαίσθητα οικοσυστήματα, τοπία και περιοχές, οι οποίες δεν έχουν οδική πρόσβαση (βλ. Π.Α.Δ 1 ) (Kati et. al, 2020) – συνυφασμένων με την βιοποικιλότητα του ορεινού χώρου (Κατή και Κασσάρα, 2021), διαμορφώνοντας έναν σύνθετο σχεδιαστικό κάναβο.

Κατά τους Katsoulakos and Kaliampakos (2018), η ενεργειακή ταυτότητα των ορεινών περιοχών διαμορφώνει τον ενεργειακό σχεδιασμό τους, ενώ η ενεργειακή φτώχεια 2 , ίδιον γνώρισμά τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή. Τα κύρια γεωγραφικά στοιχεία των ορεινών περιοχών (π.χ. υψόμετρο, γεωγραφική απομόνωση, απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα), συνδυαστικά με τα ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία (π.χ. χαμηλά εισοδήματα νοικοκυριών) (Katsoulakos, Papada and Kaliampakos, 2014; Papada and Kaliampakos, 2016), εντείνουν τα φαινόμενα της ενεργειακής φτώχειας στον ορεινό ελλαδικό χώρο. Εντούτοις, αναφέρεται ότι η
ανάπτυξη τεχνολογιών Α.Π.Ε. δύναται να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας (Bhide and Monroy, 2011; Sovacool and Drupady, 2012).

Ο ενεργειακός σχεδιασμός Α.Π.Ε. και οι χωρικές του παράμετροι, συνιστούν άσκηση, όπου περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι, καλούνται να συναποφασίσουν και, από κοινού, να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική λύση (Haralambopoulos and Polatidis, 2003; Loken, 2007). Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται απόλυτα αναγκαία η διασφάλιση συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αναλογιζόμενοι την εμφάνιση ενδεχόμενης οργανωμένης αντίδρασης από ομάδες και τοπικές κοινωνίες αντιστεκόμενες στην ανάπτυξή Α.Π.Ε., και δη,αιολικών πάρκων σε ορεινές περιοχές.

Η αντίδραση αυτή, η οποία συχνά καταγράφεται ως Not In My Backyard (NIMBY) 3 (Devine- Wright, 2005), παρατηρείται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις, όπου η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων έχει αποκλειστεί ή εμποδιστεί. Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση των διαδικασιών συμμετοχικού σχεδιασμού, μέσω διαβούλευσης, δύναται να συμβάλει στην μείωση ή εξάλειψή της και να οδηγήσει στην ανάπτυξη έργων, που χαίρουν γενικότερης αποδοχής από τις τοπικές κοινωνίες (Jami and Walsh, 2017).

Η διαβούλευση, ως μέσο πραγμάτωσης συμμετοχικής δικαιοσύνης (procedural justice), έχει σαν στόχο να διασφαλίσει την συμμετοχή των κατοίκων στο σχεδιασμό, αλλά και τους όρους, με βάση τους οποίους, θα πραγματοποιηθεί (Walker and Baxter, 2017).

Σύμφωνα με τους Walker και Baxter (2017), τέσσερα (4) είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία, που πρέπει να διέπουν το συμμετοχικό σχεδιασμό, σύμφωνα και με τη θεωρία της «σκάλας Arnstein» (Arnstein, 1969): «1. διανομή της πληροφορίας, 2. ευκαιρίες συμμετοχής, 3. δυνατότητα των πολιτών να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, 4. επαφή πολιτών και τοπικών οργάνων με τους υπεύθυνους του έργου». Πρόκειται, επομένως, για μια bottom-up διαδικασία, όπου η λήψη αποφάσεων επιτυγχάνεται σε τοπικό επίπεδο και η συμμετοχή των κοινωνιών και των οργάνων της, αποτελεί θεμέλιο λίθο της. Κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, λαμβάνοντας υπόψιν την ισόνομη κατανομή τους και το δίκαιον της διαδικασίας αυτής καθαυτής (Gross, 2007).

Στα παραπάνω, θα πρέπει να τονισθεί η σημασία της συνεισφοράς της τοπικής γνώσης, μέσω των σύγχρονων διαδικασιών συμμετοχικού σχεδιασμού (π.χ., PPGIS, geo-questionnaires) (βλ. Czepkiewicz, Jankowski and Młodkowski, 2017; Spyridonidou et al., 2021). Αυτός ο σχεδιασμός θα μπορεί να αποτυπώσει χωρικά τοπικές αξίες, σχετιζόμενες με το τοπίο, την κοινωνία και το περιβάλλον, ενσωματώνοντάς τες στην σχεδίαση των έργων και διασφαλίζοντας έτσι την συμπερίληψή τους στη χωροθέτηση.

Για το λόγο αυτό, παρόλη την επιτακτικότητα του ενεργειακού σχεδιασμού Α.Π.Ε. στις ορεινές περιοχές, επιβάλλεται η έγκαιρη θέσπιση διαδικασιών ενσωμάτωσης της τοπικής κοινωνίας (π.χ. ανησυχίες, επιδιώξεις, τοπική γνώση), ως αντίμετρο της απουσίας πρωτοβάθμιου χωροταξικού σχεδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, βασική προϋπόθεση των προαναφερθέντων διαδικασιών, αποτελεί η δεσμευτικότητα των αποτελεσμάτων τους και η έγκαιρη υλοποίησή τους.

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί, πως οι θεσμοθετημένες διαδικασίες προβλέπουν την δημόσια διαβούλευση μόνον κατά την περιβαλλοντική αξιολόγηση των έργων, και όχι κατά τη φάση σχεδιασμού τους, ενώ οι αποφάσεις των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι δεσμευτικές. Ακόμη, απουσιάζει η αναγνώριση των ορεινών περιοχών ως διακριτών ανθρωπογεωγραφικών χώρων, που χρήζουν ειδικής διαχείρισης από τη χωροταξική νομοθεσία και την εθνική ενεργειακή πολιτική4.

Αποτελεί, συνεπώς, ευθύνη της συντεταγμένης πολιτείας να θεσπίσει μηχανισμούς και κυρίως να συνειδητοποιήσει ότι η δημόσια διαβούλευση στον ενεργειακό σχεδιασμό έργων με έντονο κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο, δεν συνιστά ένα ακόμη πρακτικό πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ζήτημα δημοκρατίας.

1 Περιοχές Άνευ Δρόμων.
2 Κατά την European Economic and Social Committee (EESC) (2011: C44/54): «Η ενεργειακή φτώχεια εμφανίζεται εκεί όπου ένα νοικοκυριό δυσκολεύεται ή είναι αδύνατο να εξασφαλίσει επαρκή θέρμανση στην κατοικία σε προσιτή τιμή [..] και να έχει πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες που σχετίζονται με την ενέργεια, όπως ο φωτισμός, η μετακίνηση η χρήση του Διαδικτύου ή άλλων συσκευών σε λογική τιμή.»
3 Σύμφωνα με τον Wolsink (2007) η έννοια του NIMBYism θεωρείται ότι προσφέρει μια παρωχημένη και απλοϊκή εξήγηση της αρνητικής στάσης των τοπικών κοινωνιών απέναντι στην αιολική ενέργεια.
4 Με εξαίρεση τη πρωτοβουλία για τα «Απάτητα Βουνά».

*Σεντελές Α. (2022). Η σημασία της τοπικής διαβούλευσης και γνώσης στον ενεργειακό σχεδιασμό των Α.Π.Ε: Η περίπτωση των ορεινών χώρων της Ελλάδας, ηλεκτρονικό περιοδικό «πρΟΤΑση», 7 (41), σελ. 570-577

Δασικές Πυρκαγιές, φυσικές καταστροφές και κλιματική αλλαγή· ένας πόλεμος επιβίωσης που απαιτεί σχεδιασμό επί (πραγματικού) χάρτου

provide an attachment id!

Β. Γκοιμίσης

Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές σε Αττική, Ηλεία, Εύβοια, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας, και ακόμη ευρύτερα στο σύνολο της Ν και ΝΑ Μεσογείου και Ευρώπης, από την Ιταλία έως την Τουρκία και από την Αλγερία (μάλιστα ήδη με 65 θύματα) έως και την Ουκρανία, καταδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο την παγίωση μιας νέας πραγματικότητας. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφενός η οξύτητα των φυσικών καταστροφών που σχετίζονται με ακραία φυσικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής -στην προκειμένη περίπτωση σε μεγάλο βαθμό συνδεόμενα με τον πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια καύσωνα του Ιουλίου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις με έντονες βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις, θυελλώδεις ανέμους κ.ά. – και αφετέρου την κρισιμότητα της επιτελικής πρόληψης, καταστολής και τελικά, δυστυχώς, της αντιμετώπισης των συνεπειών αυτών, ώστε να αποφευχθούν ή έστω να μετριαστούν οι τεράστιες επιπτώσεις τους.

Oι Bill Mc Kibben και Lester Brown, θεωρητικοί της Κλιματικής Αλλαγής, την αντιμετωπίζουν ως έναν εν τοις πράγμασι Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, ο πρώτος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι αυτή η παγκόσμιας κλίμακας επίθεση “…είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Και δυστυχώς χάνουμε.” Περαιτέρω, και οι δύο συμφωνούν ότι για να μετριαστούν οι τεράστιες επιπτώσεις αυτής της παγκόσμιας κλίμακας απειλής, στο περιβάλλον, στην οικονομία και τελικά στην κοινωνία, απαιτείται μια αντίστοιχης παγκόσμιας κλίμακας συστηματοποιημένη “πολεμική προσπάθεια” αντίστοιχη με αυτήν που διεξήγαγαν οι Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, με έμφαση στην καθετοποιημένη και ορθολογική βιομηχανική παραγωγή αλλά και στη βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων πόρων.

Και αυτή η προσπάθεια, δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε έναν συστηματικό σχεδιασμό, που με τη σειρά του μοιραία δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε μια λεπτομερή χαρτογράφηση του “πεδίου της μάχης”. Σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπλάνα, όμως, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε την φύση ως έναν εν δυνάμει “αντίπαλο”· τα δάση -και εν γένει τη βλάστηση- ως έτοιμα να μας κάψουν, τις -συνήθως πιά χέρσες- πλαγιές μας ως έτοιμες να μας καταπλακώσουν και τα ρέματα μας -ή ό,τι έχει απομείνει από αυτά με ακάλυπτη, ελεύθερη και επαρκή ροή- ως έτοιμα να μας πνίξουν. Μια καθόλου ευχάριστη οπτική, αλλά δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστική, καθόσον οι περίοδοι επαναφοράς -δηλαδή το πόσο συχνά συμβαίνουν- για ακραία καταστροφικά φυσικά φαινόμενα 50, 100 ή ακόμα και 1.000 ετών, πλέον μπορεί να είναι 10, 5 ή ακόμη και λιγότερα χρόνια.

Χαρακτηριστικά, η μεγάλη πλημμύρα της Μάνδρας-Νέας Περάμου του Νοεμβρίου 2017 που κόστισε τη ζωή σε 24 άτομα και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές, προκλήθηκε από μια τρομερά έντονη και ιδιαίτερα εντοπισμένη βροχόπτωση στο όρος Πατέρα, ως αποτέλεσμα της καταιγίδας “Ευρυδίκη”. Η εν λόγω βροχόπτωση κατά διαστήματα ξεπέρασε και τα 300 χιλιοστά την ώρα ενώ σε έξι ώρες έπεσαν συνολικά 196 χιλιοστά βροχής. Συνεπώς, καθόσον, το μέσο ύψος βροχής για όλον το Νοέμβριο στη γειτονική Ελευσίνα είναι 59 χιλιοστά, το εν λόγω φαινόμενο αποτέλεσε σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες μια χαρακτηριστική “αιφνίδια αστική πλημμύρα” (“urban flush flood”), με περίοδο επαναφοράς τα 1.000 έτη! Όμως, η συγκεκριμένη καταστροφή θα μπορούσε να προβλεφθεί, διαβάζοντας το εν λόγω “πεδίο μάχης”, χάρις στη χρήση δορυφορικών και εν γένει γεωχωρικών δεδομένων. Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτη εξειδικευμένης υπηρεσίας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που αξιοποίησε τα παραπάνω δεδομένα “Κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην τεράστια καταστροφή είναι οι αυθαίρετες ανθρώπινες παρεμβάσεις εντός της κοίτης των ρεμάτων, η ανεπάρκεια των υφιστάμενων τεχνικών έργων (είτε λόγω κατασκευής είτε λόγω μη καθαρισμού / συντήρησης) ή και πλήρης ανυπαρξία μέτρων αντιπλημμυρικής προστασίας και αποχέτευσης οδοποιίας σε κάποιες περιοχές, και εν μέρει οι αλλαγές τοπίου αφενός λόγω κάποιων μικρών καμένων εκτάσεων ανάντη, και κυρίως λόγω των αστικών επεκτάσεων όπου η δόμηση παρεμποδίζει τη ροή των ρεμάτων.”

Αντίστοιχα, η μεγάλη καταστροφή σε Νέο Βουτζά και Μάτι της 23.7.2018 με την κυριολεκτική εκατόμβη των 102 νεκρών, που κατ’ αρχάς ομοίως συνδέεται με ιδιαίτερα έντονα κλιματικά φαινόμενα, συνδυασμού υψηλών θερμοκρασιών (35-38,9° C) πολύ χαμηλής σχετικής υγρασίας (<20%) και ακραίων και μάλιστα ιδιαίτερα ασυνήθιστων για την περιοχή δυτικών καταβατικών ανέμων προς την ακτή με ριπές έως και 95 χλμ την ώρα (10 μποφόρ!) μπορούσε να είχε προβλεφθεί διαβάζοντας τα στοιχεία του πεδίου. Ειδικότερα, από τη συγκριτική ανάλυση του θεσμικού πλαισίου και του πολεοδομικού ιστού της περιοχής, με την εξέλιξη του φαινομένου, αναδείχθηκαν σημαντικές χωρικές παράμετροι που επηρέασαν δυσμενώς την εξέλιξή του. Συγκεκριμένα, στον οικισμό Μάτι, καίριο ρόλο έπαιξαν, η μικτή ζώνη δασών-οικισμών, το έντονο φυσικό ανάγλυφο και η ύπαρξη πλείστων χαραδρών-ρεμάτων, η απουσία αντιπυρικών ζωνών, ο πυκνοδομημένος οικιστικός ιστός που αναπτύχθηκε με ανορθολογικό και άναρχο τρόπο, ειδικά ως προς μακρόστενα οικοδομικά τετράγωνα και την έλλειψη οδών επαρκούς πλάτους καθώς και την απουσία προσβάσεων προς την ακτή, κτίρια με περιορισμένη ανθεκτικότητα σε φωτιά και δομική επάρκεια και μάλιστα συχνά αυθαίρετα. Περαιτέρω, εντύπωση προκαλεί, η εν γένει απουσία οποιουδήποτε πρότερου σχεδιασμού και οργάνωσης, για την αντιμετώπιση και διαχείριση σοβαρού συμβάντος πυρκαγιάς, στην οποία ήταν από μακρό χρονικό διάστημά γνωστό (σε δημόσια διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κατοίκους, επιστημονική κοινότητα κ.λπ.), ότι είναι ευπρόσβλητος.

Όσον αφορά στις πρόσφατες καταστροφές στη Β. Αττική, είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν αντίστοιχα συμπεράσματα, πλην όμως είναι απολύτως σαφές ότι οι πληγέντες οικισμοί Βαρυμπόμπης και Θρακομακεδόνων Δ. Αχαρνών και Ιπποκρατείου Πολιτείας τ. Κ. Αφιδνών Δ. Ωρωπού, είναι υψηλής τρωτότητας, καθόσον αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις μικτής ζώνης δάσους-οικισμών, σε επαφή με πυκνά δάση εντός του ορεινού όγκου της Πάρνηθας. Μάλιστα, ειδικά στην περίπτωση της Ιπποκρατείου Πολιτείας, που αποτελεί εγκεκριμένο σχέδιο που ρυμοτομήθηκε ήδη από το 1977 εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας, η ιδιαίτερα έντονη τρωτότητα της είχε επισημανθεί πλειστάκις, και ειδικά μετά την καταστροφή στο Μάτι, όταν και στις 30.8.2018 έλαβε χώρα εκδήλωση από την οποία προέκυψε ο εύγλωττος υπότιτλος “Ιπποκράτειος Πολιτεία SOS – Το Μάτι της Πάρνηθας”. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται η πολύ πυκνή δασική βλάστηση που καλύπτει σχεδόν ολοκληρωτικά τις κατοικίες, η έλλειψη αντιπυρικών ζωνών και η “δυσκολία πρόσβασης για τα πυροσβεστικά οχήματα σε συνδυασμό με πολλούς αδιέξοδους δρόμους, που συνθέτουν ένα σκηνικό με καταστροφικές συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή”.

Συνεπώς, από όλα τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει η πρόδηλη και άμεση αναγκαιότητα δημιουργίας ενός συνεκτικού υπόβαθρου πληροφοριών, ως ενός επιτελικού “πεδίου μάχης” στο οποίο θα αποτυπώνονται συνδυαστικά, δυναμικά και με σαφήνεια, όλα τα αναγκαία για την πρόληψη, διαχείριση αλλά και αποκατάσταση χωρικά δεδομένα, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιούνται ευχερώς από τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης και των Ο.Τ.Α. αλλά και κάθε ενδιαφερόμενο. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει (ήδη από το 2019) την υποχρέωση να δημιουργήσει λειτουργική Εθνική Υποδομή Γεωχωρικών Πληροφοριών, βάσει της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου INSPIRE, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 3882/2010. Η συγκεκριμένη ολιστική υποδομή κρίνεται ως επειγόντως απαραίτητη για την αξιολόγηση της τρωτότητας των οικισμών και την διαμόρφωση στοχευμένων κατευθύνσεων παρέμβασης, ώστε να αντιμετωπιστούν άμεσοι και οξείς κίνδυνοι φυσικών καταστροφών, σε σχέση π.χ. με πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις κ.λπ.

Γενικά, η διάθεση μεγάλου όγκου πληροφορίας από πολλές διαφορετικές πηγές (επίγειες καταγραφές, δορυφορικές εικόνες, drone κ.λπ.) και η παροχή αυτών ή/και επεξεργασμένων δεδομένων από ελληνικές και ευρωπαϊκές διαδικτυακές πύλες τα τελευταία χρόνια, αποτελεί το θεμέλιο για την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού. Το σύστημα πρέπει να είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να φιλοξενεί τα υπάρχοντα διαθέσιμα δεδομένα, να απεικονίζει άλλα που παρέχονται μέσω των διαδικτυακών υπηρεσιών καθώς και να μπορεί να ενσωματώνει νέα όταν αυτά γίνονται διαθέσιμα. Περαιτέρω, θα πρέπει να περιέχει ένα σύνολο δεδομένων σχετικών με την εκτίμηση διαφόρων κινδύνων, αλλά και το σύνολο των χωροταξικών και πολεοδομικών στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία και παραγωγή πολλαπλών χαρτογραφικών απεικονίσεων ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδιασμού, καθώς και η εφαρμογή αυτοματοποιημένων αλγορίθμων ανάλυσης. Ένα συναφές παράδειγμα ολοκληρωμένου συστήματος που έχει αναπτυχθεί στην Αυστραλία είναι το AURIN WORKBENCH (βλ. https://aurin.org.au/resources/workbench/). Ειδικότερα, το AURIN παρέχει με σημαντική επιτυχία, μια σειρά δεδομένων και εργαλείων ανάλυσης και υποστήριξης αποφάσεων, που αποσκοπεί στην βιώσιμη αστική ανάπτυξη, σε υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ερευνητές και την ελεύθερη αγορά.

Ειδικότερα, προτείνεται η πιλοτική δημιουργία ψηφιακής βάσης γεωχωρικών δεδομένων (γεωβάσης σε περιβάλλον GIS) για υψηλής τρωτότητας ή/και ήδη πληγείσα περιοχή που θα επιλεγεί κατάλληλα, στην οποία θα καταχωριστούν δεδομένα γεωμορφολογίας (ανάγλυφο εδάφους με βαθμονόμηση κλίσεων, σύσταση εδάφους κ.λπ.), στοιχεία δασικής και λοιπής βλάστησης (ποσοτικά και ποιοτικά), υδρογραφικό δίκτυο (ρέματα, μισγάγγειες, λεκάνες απορροής κ.λπ.), όρια οικισμών (θεσμοθετημένα και άτυπα), οδικό δίκτυο (με κατηγοριοποίηση ανά πλάτος, λωρίδες κ.λπ.) και λοιπές μεταφορικές υποδομές (σιδηροδρομικό δίκτυο, λεωφορειακές γραμμές κ.λπ.), βασικά δίκτυα και λοιπές σημαντικές υποδομές (δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, δημόσια-δημοτικά κτίρια κ.λπ.), θεσμικό πλαίσιο πολεοδομικό (υπερκείμενος και τοπικός σχεδιασμός π.χ. Γ.Π.Σ., Εγκεκριμένα Σχέδια κ.ά.) και περιβαλλοντικό (περιοχές δικτύου Natura 2000, Εθνικοί Δρυμοί, Κ.Α.Ζ. και περιοχές σημαντικές για τα πουλιά κ.ά.) αλλά και διαχρονικά κλιματολογικά δεδομένα (μέση θερμοκρασία, μέσο ύψος βροχόπτωσης, κρατούντες άνεμοι κ.λπ.) ιστορικά στοιχεία πυρκαγιών, πλημμυρών κ.λπ., όπως ακόμη και δημογραφικά στοιχεία (πυκνότητα, σύσταση πληθυσμού κ.λπ.). Τα συγκεκριμένα δεδομένα αυτή την στιγμή είναι διάσπαρτα ή και μη διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, ενώ απουσιάζει παντελώς μια εφαρμογή ενιαίας πολυεπίπεδης ανάγνωσης τους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ολιστική και συνδυαστική πολυκριτηριακή μελέτη μιας περιοχής, ώστε αυτή να μπορεί να αναγνωστεί στην ολότητα της ως ενιαίο πεδίο διαδραματίζοντας τον επιθυμητό της ρόλο ως επιχειρησιακού χάρτη.

Αντιθέτως, η παρούσα χρονική συγκυρία επιβάλλει ακριβώς την ολιστική μελέτη και σχεδιασμό, που θα εδράζεται σε αξιόπιστο υπόβαθρο. Οι πυρόπληκτες περιοχές σε όλη την Ελλάδα, αλλά ειδικά στην περιοχή πέριξ της Πάρνηθας, που διακρίνεται από ιδιαίτερη πυκνότητα περιβαλλοντικού και πολεοδομικού θεσμικού πλαισίου καθώς και την ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων χρήσεων γης, υποδομών και δραστηριοτήτων, και εν γένει μια εξαιρετικά πολύπλοκη μίξη φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, απαιτούν μετ’ επιτάσεως ολιστική μελέτη και σχεδιασμό. Επιβάλλεται σε αυτές, κατ’ αρχάς, διεξοδική μελέτη των δομικών προβλημάτων που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις πρόκλησης ή μεγέθυναν τις επιπτώσεις της καταστροφής π.χ. απόντας η ελλιπής χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, αυθαίρετη και άναρχη δόμηση, απουσία σχεδίων διαφυγής κ.λπ. Άλλωστε η εν λόγω καταστροφή, μοιραία αποτελεί και μια τεράστια πηγή πρακτικής τεχνογνωσίας την οποία οφείλουμε να αξιοποιήσουμε -ειδικά ενόψει του τεράστιου “κόστους κτήσης” της- για να αποφύγουμε παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον. Στην συνέχεια, όμως, βάσει αυτής της ανάλυσης θα πρέπει να υλοποιηθεί ολοκληρωμένος σχεδιασμός με βραχυπρόθεσμη οπτική για επείγοντα ζητήματα π.χ. αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, έλεγχος των περιβαλλοντικών συνθηκών, εντοπισμένες πολεοδομικές παρεμβάσεις κ.λπ. αλλά και μέσο-μακροπρόθεσμη οπτική για την επόμενη ημέρα π.χ. διαχωρισμός ζωνών δάσους-κτιρίων, καθορισμός προδιαγραφών για ασφαλή δόμηση, αειφορία και προστασία των εναπομείναντων περιαστικών δασών κ.λπ. Συνεπώς, απαιτείται, η χάραξη και εφαρμογή μιας στρατηγικής προσαρμογής, για την οποία απαιτείται η διαμόρφωση συστηματικού γεωχωρικού πληροφοριακού συστήματος ανάλυσης ως βάση αναφοράς για τα παραπάνω.

Η ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει πλείστα παραδείγματα επιτυχημένης προσαρμογής και ανάκαμψης επιμέρους τμημάτων ή και του συνόλου της κοινωνίας, μετά από καταστροφές, συνδεόμενες με στρατιωτικές ήττες, οικονομικές χρεωκοπίες, και φυσικές καταστροφές, βάσει ακριβώς σταδιακής αξιοποίησης πρότερης εμπειρίας, όπως π.χ. η περίπτωση της δημιουργίας εξαιρετικά επιτυχημένου παγκοσμίως πλαισίου αντισεισμικής προστασίας διαδοχικά ήδη από την δεκαετία του 1950, χάρις στην συνειδητοποίηση του κινδύνου και την αξιοποίηση της γνώσης από τους σεισμούς: του Ιονίου το 1953, της Σαντορίνης το 1956, της Θεσσαλονίκης το 1978, της Καλαμάτας το 1986 και της Αθήνας το 1981 και το 1999. Μάλιστα, η κοινωνία αποδέχτηκε στην πράξη αυτό το πλαίσιο, εφαρμόζοντας το με πειθαρχία, παρά την σημαντική οικονομική επιβάρυνση που επιφέρει. Μια αντίστοιχη προσαρμογή απαιτείται και σήμερα, με την μόνη διαφορά ότι αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε χρονικό διάστημα ετών και όχι δεκαετιών, καθόσον η κλιματική αλλαγή φαίνεται να κινείται ήδη με γεωμετρική πρόοδο, εντείνοντας την συχνότητα και την οξύτητα των ακραίων φαινομένων με τα οποία συνδέεται. Ίσως η αξιοποίηση της τεχνολογίας και των πλείστων πηγών δεδομένων που διαθέτουμε σήμερα, στα πλαίσια της παραπάνω προτεινόμενης πιλοτικής εφαρμογής, είναι η μόνη απτή δυνατότητα διασφάλισης της σημαντικής επίσπευσης και τελικά της επιτυχούς ολοκλήρωσης της εν λόγω διαδικασίας.

Εν κατακλείδι, είναι επιβεβλημένο να σχεδιάσουμε την επόμενη ημέρα με υπομονή, επιμονή, θάρρος και επινοητικότητα, που θα συνδυάζονται με συστηματικότητα και ολιστική προσέγγιση, εμπνεόμενοι από την φύση που γνωρίζει πως να αναγεννάται από τις στάχτες της. Περαιτέρω, όμως το εν λόγω σχέδιο θα πρέπει να διεξαχθεί ως μια σύντονη “πολεμική προσπάθεια” για την επιβίωση μας, που δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε έναν επιχειρησιακό χάρτη πεδίου, που θα πρέπει να αναπτυχθεί πιλοτικά με όλες τις απαραίτητες για την υλοποίηση του πληροφορίες και διαδικασίες, ώστε να μην υποβαθμιστεί σε “άσκηση επί (απουσίας ή πλασματικού) χάρτου”.

*Δημοσίευση του παραπάνω κειμένου στην Capital.gr στις 17 Αυγούστου 2021